υδατοσφαίριση

υδατοσφαίριση
Βλ. λ. γουότερ-πόλο.
* * *
η, Ν
(αθλ.) ομαδικό άθλημα που διεξάγεται στο νερό από δύο ομάδες επτά κολυμβητών η καθεμιά, οι οποίοι προσπαθούν να ρίξουν τη σφαίρα στην εστία τής αντίπαλης ομάδας, κν. γουότερ-πόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδατόσφαιρα, μέσω ενός ρ. *υδατοσφαιρίζω (πρβλ. καλαθο-σφαίριση, πετο-σφαίριση). Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. water polo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υδατοσφαίριση — η ομαδικό άθλημα του υγρού στίβου, το γουότερ πόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση — (waterpolo).Αθλητικό παιχνίδι που παίζεται σε κολυμβητική δεξαμενή από δύο ομάδες με επτά παίκτες, που η καθεμία προσπαθεί να ρίξει την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που στο τέλος του αγώνα κατορθώνει να… …   Dictionary of Greek

  • γουότερ-πόλο — το υδατοσφαίριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) water polo] …   Dictionary of Greek

  • ουώτερ-πόλο — το ξεν. όρος για την υδατοσφαίριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. water polo] …   Dictionary of Greek

  • πόλο — Ιππικό άθλημα, διαδεδομένο από πολύ παλαιά σε όλη σχεδόν την ασιατική ήπειρο. Ο όρος είναι παραφθορά της θιβετικής λέξης πούλου, που σημαίνει μπάλα. Πρώτοι έμαθαν το παιγνίδι Άγγλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βεγγάλη το 1855 και το 1869 το… …   Dictionary of Greek

  • τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… …   Dictionary of Greek

  • υδατόσφαιρα — η, και υδατόσφαιρο, το, Ν (αθλ.) υδατοσφαίριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + σφαίρα] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Μορέτι, Νάνι — (Nanni Moretti, Μπολζάνο 1953 –). Ιταλός σκηνοθέτης, ηθοποιός και σεναριογράφος. Από τα μεγάλα ταλέντα του σύγχρονου σινεμά της πατρίδας του, πολυβραβευμένος στα φεστιβάλ αλλά και φανατικά πολιτικοποιημένος στα θέματα του ο Μ. στα νιάτα του… …   Dictionary of Greek

  • γουότερ πόλο — το (λ. αγγλ.), η υδατοσφαίριση: Η εθνική ομάδα γουότερ πόλο κέρδισε χρυσό μετάλλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”